Τειχιο

Τειχιο

Βόρεια από τον Κάμπο βρίσκεται το Τείχιο, στις ανατολικές πλαγιές της κορυφής Τούρλα (704 μ.) και στις βόρειες της κορυφής Βίγλα (Καστρί 1.090 μ.). Μέχρι το 1929 λεγόταν Λυκοχώρι (Λύκος και χώρος).

Το νέο όνομά του το οφείλει στην αρχαία αιτωλική πόλη Τείχιον την οποία κατέλαβε το 426 π.Χ. ο Αθηναίος Στρατηγός Δημοσθένης. Πράγματι σε διάφορες θέσεις του χωριού έχουν εντοπισθεί αρχαιότητες. Στη θέση Βρανά, όπου η εκκλησία Άγιοι Απόστολοι, 1 χλμ. περίπου στα δυτικά του χωρού όπου βρέθηκαν αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα και μικροαντικείμενα. Επίσης στη θέση Καταφύδι σε βραχώδη λόφο, όπου τώρα η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, υπάρχουν ίχνη οχύρωσης. Σε ποια πόλη αιτωλική ανήκουν οι αρχαιότητες αυτές είναι άγνωστο. Μπορεί το Λυκοχώρι να ονομάσθηκε Τείχιον, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εδώ υπήρξε το αρχαίο Τείχιο. Κάποιοι τοποθετούν εδώ το αρχαίο Τείχιο, ενώ η νεότερη έρευνα το τοποθετεί στους Αγίους Αποστόλους το ναό της Πυργίας Αθηνάς, ενώ στο Καταφίδι την τειχισμένη ακρόπολη της Ποτειδανείας.

Είναι όμορφο χωριό, με τους λιθόστρωτους εσωτερικούς δρόμους. Στο κέντρο του χωριού σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση το κτήριο που γεννήθηκε ο Δήμαρχος Ποτιδάνειας Παπαποστόλου κτισμένο από Κωνσταντινοπολίτες τεχνίτες με λαδωτή πέτρα και υλικά του χωριού με παλιά εσωτερική διαρρύθμιση και ταβάνια σκαλιστά. Με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο.

Στη βόρεια πλευρά δεσπόζει ο ενοριακός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κτίσθηκε το 1898 και αναπλάσθηκε το 1997 και έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.

Στο διαμέρισμα του Τειχείου ανήκει και το βυζαντινό μοναστήρι της Βαρνάκοβας, που βρίσκεται στην βουνοπλαγιά σε υψόμετρο 750 μέτρα μέσα σε δάση κέδρων και αιωνοβίων δρυών. Πρόκειται για ένα ξακουστό βυζαντινό μοναστήρι που ιδρύθηκε το 1077 μ.Χ. από τον ‘Oσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και είναι το πέμπτο κατά σειρά αρχαιότητας Μοναστήρι στην Ελλάδα. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο ατά τους αγώνες του έθνους και διατηρούσε σχολείο κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μεταπελευθερωτικά.

Η Μονή έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και διατηρεί, παρά τις καταστροφές, σπουδαίο ιστορικό αρχείο και βιβλιοθήκη. Η Καθολική τρίκλιτη βασιλική με τρούλο κτίσθηκε το 1831 με χορηγία του κυβερνήτη Καποδίστρια, ενώ ο εξωτερικός νάρθηκες ανεγέρθηκε το 1229. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν η υπόγεια κρύπτη, οι τάφοι των μοναχών, η εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή (Πέτρινη πλάκα μήκους 1,52μ. και ύψους 0,22μ. επάνω από την θύρα εισόδου από τον πρόναο στον κυρίως Ναό), η βυζαντινή τοιχογραφία της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου πιθανώς προ του 1453, το δάπεδο της Μονής το οποίο είναι μαρμαροθετημένο και εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του κυρίως Ναού και του εσωνάρθηκα, δηλαδή εκτάσεως 100τ.μ. που διατηρεί την αρχική διάταξη και είναι πλούσιο σε παραστάσεις ζωικές και γεωμετρικές. Επίσης οι επισημανθείσες επιτύμβιες επιγραφές φανερώνουν ότι εδώ έχουν ενταφιασθεί κάποιοι από τους άρχοντες του Δεσποτάτου της Ηπείρου της οικογένειας των Αγγελώνυμων Κομνηνών. Το Μοναστήρι με την ευρύτερη περιοχή ανήκε μέχρι το 1833 στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και όχι στην Επισκοπή Λιδωρικίου της Μητρόπολης Λαρίσης. Το Μοναστήρι υπέστη σοβαρές ζημιές από το σεισμό του 1995 που έπληξε την ευρύτερη περιοχή της Φωκίδας και τα τελευταία χρόνια ανακαινίσθηκε. Μεταβλήθηκε σε γυναικείο και υπηρετείται από 13 μοναχές και αποτελεί το θρησκευτικό κέντρο της περιοχής. Στο Τείχιο, στις 16 Αυγούστου, διοργανώνεται η γιορτή της πίτας όπου προσφέρονται πίτες και κρασί και ακολουθεί γλέντι.