Βραΐλα

Βραΐλα

Από το 1836 ανήκε στο Δήμο Τολοφώνας και από το 1869 στο Δήμο Αιγιτίου. Η Βραΐλα βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του ορθογωνίου της λεκάνης της Βελάς, κάτω από το άκρο της προς νότο προέκτασης της οροσειράς του Κόρακα (Βαρδουσίων), σε υψόμετρο 550 μ. Πάνωθέ της υψώνονται οι βουνοκορφές Αετοβούνι και Βουνί. Νότια κατεβαίνει χείμαρρος, που ξεπετάа γεται από τη χαράδρα που σχηματίζουν τα δύο προαναφερόμενα βουνά και είναι γνωστός ως Βαθύρεμα, ενώ μέσα στη χαράа δρα φέρει το όνομα Χαρατσόρεμα. Κάτοικοι 84 (134). Ενοριακός ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που χρονολογείται από το 1882.

Ο παλαίμαχος εκπαιδευτικός Βασίλης Τσιμέκας, ύστερα από πολύχρονη έρευνα και προσεκτική μελέτη, εξέδωσε το σπουδαίο βιβλίο «Τα Δωρικά», στο οποίο ασχολείται και με την ονομασία της Βραΐλας, τον παλαιό οικισμό και την ίδρυση του νεότερου. Αναφέρει, ότι δύο κορυφές της Γκιώνας φέρουν την προχριστιανική ονομασία Βραΐλα. Στην αρχαίο-ελληνική, Βραΐλα, σημαίνει «φύσκος, πρόκοιλος», δηλαδή, “χορτάτος, με κοιλιά”. Η «Παλιομπραΐλα» οπωσδήποτε είχε άμεση σχέση με το θρησκευτικό κέντρο των Λοκρών, το Φύσκο, που ήκμασε στη θέση του σημερινού Μαλανδρίνου. Αναφέρει και την εκδοχή, η Βραΐλα να ήταν κόρη του Φύσκου ή της Δωρίδας ή νύμφη της Αρτέμιδας.

Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται η ωραία πλακοστρωμένη πλατεία με τα πλατάνια και δίπλα το διδακτήριο του Σχολείου, που έχει μετατραπεί σε κατάστημα. Πίσω από την εκκλησία, η «Τεμπελόραχη» έχει ισοπεδωθεί και μετατραπεί σε πάρκινγκ για τα αυτοκίνητα. Κοντά και το μικρό Κοινοτικό Γραφείο, που έχει γίνει ξενώνας, και το ηρώο πεσόντων. Στον ανατολικό λοφίσκο, πάνω από το σχολείο, έχει αναγερθεί το γραφικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Σ’ αυτή την πλατεία έχει καθιερωθεί το καλοκαιρινό «αντάμωμα», ως «Γιορτή του Καλαμποκιού», που πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιτυχία, με συμμετοχή κόσμου απ’ όλη τη γύρω περιοχή.

Υπάρχει η ένδειξη ότι, εκτοπισθέντες ντόπιοι Βραϊλιώτες της διασποράς επί Ρωμαιοκρατίας το 1356, ίδρυσαν στη Ρουμανία μια άλλη Βραΐλα. Κατά την Τουρκοκρατία, είχαν στήσει τα μαντριά και τα καλύβια τους οι Τσιμεκαίοι μέσα στη χαράδρα. Από εκεί κυνήγησαν κάποτε τον Τούρκο εισπράκτορα του «Χαρατσιού» και γι’ αυτό η ρεματιά έμεινε με την ονομασία «Χαρατσόρεμα».

Τον Ιούλιο του 1943, κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί έκαψαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό. Οι κάτοικοι οδηγήθηκαν όμηροι στην Αθήνα, για ένα χρόνο, όμως η αγάπη τους για τη γενέτειρα, τους έδωσε το κουράγιο και ξαναστέριωσαν τα νοικοκυριά τους.

Βορειοανατολικά του χωριού βρίσκεται το εξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη που εξυπηρετεί το κοιμητήριο. Το παλαιό εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής προς την πλευρά της Σώταινας, στη νότια όχθη του Βαθυρέματος, κατά το Β. Τσιμέκα, είναι χτισμένο στη θέση αρχαίου ναού, όπου κατά την εορτή της Αγίας Κυριακής, στις 7 Ιουλίου, γίνεται πολύ καλό πανηγύρι.