Κονιακος
Από το 1836 ανήκε στο Δήμο Αιγιτίου και το 1912 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα. Κατά τον Πουκεβίλ, λίγο πριν από το 1821 ο οικισμός είχε 22 οικογένειες (110 άτομα).
Μεγάλο σε έκταση και πληθυσμό το παλαιό χωριό, καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά την περίοδο 1650 – 1750 μ.Χ., οπότε η περιοχή του παραχωρήθηκε ως τσιφλίκι στον Αγά Αλίφ. Αυτός και οι διάδοχοί του νοίκιαζαν τις εκτάσεις του σε κτηνοτρόφους και καλλιεργητές. Δεκαεπτά από αυτούς ίδρυσαν ψηλότερα, στη σημερινή θέση το νέο οικισμό, περί το 1770 μ.Χ.
Η ονομασία Κονιάκος προήλθε από το εκεί «κονάκι» (οικονάκι) του Έλληνα αντιπροσώπου των Τούρκων, που τον αποκαλούσαν Κονιάκο. Στο Σερβοελληνικό λεξικό η σλαβική λέξη Konak (κονάκ) σημαίνει = κατάλυμα, πύργος, παλάτι, πανδοχείο.
Ο Κονιάκος φωλιάζει στις ανατολικές πλαγιές των Βαρδουσίων, μέσα στο πράσινο. Απέναντι το Λευκαδίτι, η Συκιά και η επιβλητική και περίφανη Γκιώνα. Κάτω από το χωριό, πυκνόφυτες ρεματιές με πλατάνια και άλλα δέντρα, κατηφορίζουν και χύνονται στο γειτονικό Μόρνο, τον Επάνω Δάφνο των αρχαίων. Και δυτικά επάνω, το στεφανώνουν τα αγέρωχα Βαρδούσια, με τα περίφημα Κονιακίτικα λιβάδια, στα οποία μπορείς ν’ ανέβεις μόνο από το ανηφορικό και κακοτράχαλο πέρασμα «Λίπες».
Τα βαθουλώματα (γούπατα) του υπερκείμενου βουνού, γεμίζουν το χειμώνα με χιόνια, που λιώνουν αργά και τροφοδοτούν τις κρύες πηγές. Και στο βουνό και στα χαμηλότερα μέρη, άλλοτε βοσκούσαν χιλιάδες γιδοπρόβατα. Τα πιο πολλά κοπάδια πρόβατα μετακινούνταν το φθινόπωρο προς την Αττική και το Γαλαξείδι και επανέρχονταν την άνοιξη. Σε οδοιπορικό του 1850, αναφέρεται η αμπελοκαλλιέργεια του χωριού και η εξαιρετική ποιότητα του τυριού.
Στο κέντρο δεσπόζει η εντυπωσιακή πλακόστρωτη πλατεία με τα μεγάλα πλατάνια, κέντρο της κοινωνικής ζωής του χωριού και ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Πανηγύρι γίνεται στις 22/23 Αυγούστου.
Πίσω και βόρεια της «Πυργακόραχης» σε φυσικά οργανωμένη θέση, συνεχόμενη της κοίτης του Επάνω Μόρνου, υπάρχει αρχαίο και μεσαιωνικό Κάστρο, το λεγόμενο «Κάστρο του Κονιάκου» ή Κάστρο του «Γλα».