Άβορος

Άβορος

Από το 1836 το χωριό ανήκει στο Δήμο Αιγιτίου ως Άβουρος και από το 1869 ως Άβορος. Στα 1912 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα. Βρίσκεται στην πλαγιά της Αετοράχης σε υψόμετρο 750 μ., και περιβάλλεται από δάσος με δρυς και καστανιές, έχοντας στα πόδια του συστάδες από πουρνομαζιές, ρείκια, κουμαριές, αριές, μέλεγες, ακακίες καθώς και υπεραιωνόβια ψηλά πλατάνια, γι’ αυτό η περιοχή τους αποκαλείται «Βαθιά πλατάνια». Αγναντεύει τις βουνοκορφές της Γκιώνας, της Οίτης, των Βαρδουσίων και τμήμα της λίμνης του Μόρνου. Η ίδρυση του χωριού άγνωστη, χάνεται βαθιά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Κατά την παράδοση, το παλιό χωριό βρισκόταν στη θέση Κυράσοβο, κοντά στο Μόρνο και στο σημερινό φράγμα, όπου σώζονται υπολείμματα παλαιών κτισμάτων. Οι άνεμοι και η υγρασία ανάγκασαν τους κατοίκους να μετεγκατεσταθούν στη σημερινή θέση, όπου εξασφάλισαν άφθονο νερό. Κάποιες οικογένειες πέρασαν απέναντι σε τοποθεσία πριν από το Παλαικάτουνο (σημερινό Κροκύλειο), όπου δημιούργησαν μικροοικισμό, τον Αβορίτη (μικρός Άβορος).

Μία από αυτές τις οικογένειες, ο Δημήτριος και η Βασιλική Τριανταφύλλου, υπήρξαν οι γονείς του Γιάννη Μακρυγιάννη, του θρυλικού αγωνιστή, στρατηγού του 1821 και ιστοριογράφου. Στο σημείο αυτό είχε στηθεί η προτομή του ήρωα, η οποία τώρα έχει μεταφερθεί στην είσοδο του Κροκυλείου. Η παράδοση πάλι αναφέρει ότι ο Άβορος υπήρξε μετόχι της μονής της Βαρνάκοβας και η άποψη αυτή ενισχύεται από τοποθεσία «Μετόχι», όπου υπήρχαν ίχνη ναΐσκου. Κοντά εκεί σώζεται και η ονομασία «κελί».

Το όνομα του χωριού δεν άλλαξε, αν και αρχικά θεωρήθηκε σλαβικής προέλευσης η ονομασία του. Κατά τους ντόπιους για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία φέρει τη λέξη προερχόμενη από τη λέξη βορός, που σημαίνει μαντρί βοοειδών και με το στερητικό α σημαίνει τόπο ακατάλληλο για μαντριά βοοειδών, όπως και είναι. Η άλλη θέλει τη λέξη σχετιζόμενη με το ρήμα βιβρώσκω (τρώγω), παράγωγο = βορά = τροφή, βορός, αχόρταγος και με το α, όχι αχόρταγος, χορτάτος. Ο Άβορος διέθετε πέντε νερόμυλους και οι κάτοικοι ήταν χορτάτοι από ψωμί, αλλά και από κτηνοτροφικά προϊόντα. Η εκδοχή αυτή θα είχε κάποια πιθανότητα, αν την ονομασία την έδιναν φιλόλογοι. Πάντως, στο Σερβο – Ελληνικό λεξικό βρήκαμε τη λέξη βουρός, που ερμηνεύεται ως πέτρινο περιτοίχισμα για σταυλισμό βοοειδών. Είναι η πιθανότερη εκδοχή, γιατί το 1836 το χωριό φέρεται με την ονομασία Άβουρος.

Όπως αναφέρει ο Κ. Δημόπουλος στο βιβλίο του «Δήμος Σκαλτσάς», ο Άβορος και τα κτήματά του ήταν τσιφλίκι του Φερχάτ Εφέντη, πρώην διοικητή του Λιδωρικίου και κατά το 1821 βοεβόδα των Σαλώνων. Περί το τέλος της επαναστάσεως επανήλθε στο Λιδωρίκι, αγόρασε με πειθαναγκασμό τον Άβορο και αγωνιζόταν έκτοτε να αναγνωριστεί η κυριότητα αυτή των Τούρκων. Κοντά στο Αβορόρεμα οι Τούρκοι είχαν αποθήκες και αποθήκευαν τα εισοδήματά τους από τη φορολογία (δεκάτη). Η θέση ονομαζόταν «μαγαζιά». Τα ίχνη των κτηρίων αυτών σκεπάστηκαν από τα νερά της λίμνης.

Η παλαιά εκκλησία Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που φέρεται κι αυτή σαν μετόχι της Βαρνάκοβας, έφερε την ονομασία «λόντζα» και θα πρέπει να υπήρξε ένα είδος κατακόμβης, γιατί ήταν σχεδόν υπόγεια και κατέβαιναν 10 – 12 σκαλοπάτια για να μπουν μέσα. Μη γνωρίζοντας οι χωριανοί την αξία της, την κατεδάφισαν και κατασκεύασαν νέα ομώνυμη στη θέση της το 1898, χρησιμοποιώντας υλικά και από την παλαιά. Ένα αγκωνάρι της παλαιάς που εντοιχίστηκε στη νέα, φέρει φθαρμένη σκαλιστή χρονολογία 292. Πρόκειται μάλλον για 1292 και έχει σβηστεί το ένα (1). Το ζωγραφιστό τέμπλο της παλαιάς εκκλησίας με ανεξίτηλα μέχρι σήμερα χρώματα, τοποθετήθηκε στα εξωκλήσια Άγ. Ιγνάτιο και Άγ. Γεώργιο. Υπάρχουν και τα εξωκλήσια Μεταμόρφωση του Σωτήρος και το πρόσφατα χτισμένο στην Αβορόραχη, αφιερωμένο στον Προφ. Ηλία και Αγ. Αθανάσιο.

Την παραμονή, ανήμερα της 15ης Αυγούστου και την επομένη γίνεται στον Άβορο το παραδοσιακό και μοναδικό πανηγύρι στην περιοχή στην μεγάλη πλατεία. Την τρίτη ημέρα κλείνει με διασκεδαστικά δρώμενα, όπως τραγούδια, τολμηρούς χορούς (πανωζέ), επίκαιρα σκετς, ο χορός του στολισμένου γαϊδάρου, τρίψιμο του πιπεριού και το σπάσιμο της κολοκύθας.